πρωτογαλαξίας

πρωτογαλαξίας
ο, Ν
αστρον. εκτεταμένο νέφος αερίων, από τη βαρυτική συστολή και συμπύκνωση τού οποίου σχηματίζεται ένας γαλαξίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protogalaxy < πρώτος + γαλαξίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”